- βαθύζωνος
- -η, -οεκείνος που έχει χαμηλά τη ζώνη: Το άγαλμα στην πλατεία παρασταίνει μια βαθύζωνη κόρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαθύζωνος — deep girded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύζωνος — (Α βαθύζωνος, ον) (για γυναίκα) χαμηλά ζωσμένη, με τη ζώνη χαμηλά, στη μέση … Dictionary of Greek
βαθύζωνον — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc sg βαθύζωνος deep girded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνοιο — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνοις — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνοισιν — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνου — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνους — βαθύζωνος deep girded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνων — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυζώνῳ — βαθύζωνος deep girded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)